- τιμιοπώλης
- ὁ, Ααυτός που πουλάει ακριβά.[ΕΤΥΜΟΛ. < τίμιος + -πώλης*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τιμιοπώλης — one who sells dear masc nom sg τιμιοπωλέω sell dear imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμιοπωλῶν — τιμιοπώλης one who sells dear masc gen pl τιμιοπωλέω sell dear pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμιοπῶλαι — τιμιοπώλης one who sells dear masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… … Dictionary of Greek
τιμιοπωλώ — έω, Α [τιμιοπώλης] (κατά τον Ησύχ.) πουλώ ακριβά … Dictionary of Greek